παννάδα

παννάδα
η
βλ. πανάδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πανάδα — (I) και παννάδα, η 1. υποκίτρινη κηλίδα που εμφανίζεται στην επιδερμίδα τού ανθρώπου, αλλ. φακίδα 2. είδος πρόχειρου εμπλάστρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανί + κατάλ. άδα (πρβλ. ραγ άδα)]. (II) η πρόχειρο έδεσμα που παρασκευάζεται από φέτες ψωμιού οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”